βρασιά

βρασιά
η
1) количество продуктов на одну варку;

μιά βρασιά φασόλια — одна закладка фасоли в кастрюлю;

2) см. βράση 1

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "βρασιά" в других словарях:

  • βρασιά — η [βράζω] 1. ποσότητα τροφίμων που μπορεί να βράσει με μιας 2. βράση …   Dictionary of Greek

  • βρασιά — η ποσότητα από όσπρια ή άλλα τρόφιμα που χωρά να βράσει σε μια κατσαρόλα: Έχουν μείνει δύο βρασιές φασόλια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Βρασιάς — Βρασιά̱ς , Βρασιαί fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βράσσω — και βράττω (Α) 1. (για περιπτώσεις ναυαγίων) εκβράζω, ρίχνω στην ακτή 2. λιχνίζω 3. βράζω 4. φρ. «βράσσομαι ὑπό γέλωτος» χτυπιέμαι στα γέλια. [ΕΤΥΜΟΛ. Το βράσσω και το (παράλληλο μτγν.) βράζω είναι αβέβαιης ετυμολογίας. Συσχετίζονται με τα λεττ.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»